- μικροαστικός
- [микроастикос]εκ. мелкобуржуазный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μικροαστικός — η, ό [μικροαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μικροαστό ή που είναι χαρακτηριστικός τού μικροαστού («μικροαστική νοοτροπία») 2. φρ. «μικροαστική τάξη» κοινωνικό στρώμα που αποτελείται κυρίως από μικροπαραγωγούς εμπορευμάτων,… … Dictionary of Greek
μικροαστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους μικροαστούς: Αυτές είναι μικροαστικές συνήθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροαστισμός — ο μικροαστικός χαρακτήρας στάσης, εκδήλωσης, πράξης ή φαινομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροαστός + ισμός*] … Dictionary of Greek
Ράαμπε, Βίλχελμ — (Raabe, ψευδώνυμο του Jacob Corvinus, Eσσερσχάουζεν, Χόλτσμιντεν 1831 – Μπράουνσβαϊγκ 1910). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βολφενφμπίτελ και ύστερα πήγε στο Βερολίνο, όπου έγραψε το πρώτο του διήγημα Το χρονικό της… … Dictionary of Greek